- συνομιλήτρια
- η, ΝΑβλ. συνομιλητής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνομιλητής — ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ [συνομιλῶ] νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς 2. (διπλ. πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες αρχ. σύντροφος, φίλος … Dictionary of Greek
συνομιλητής — ο θηλ. συνομιλήτρια αυτός που συνομιλεί με κάποιον: Στη συζήτηση οι συνομιλητές του τον διέκοπταν συνεχώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)